- ζωτικοκρατία
- η витализм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζωτικοκρατία — η (φιλοσ.) εξελληνισμός τού ξενικού όρου βιταλισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. vitalisme] … Dictionary of Greek
βιταλισμός — ο (λ. λατ.), φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία υπάρχει μια ζωτική αρχή που καθορίζει τις οργανικές λειτουργίες και χαρακτηρίζεται και από την ψυχή και από το σώμα, ζωτικοκρατία, ζωισμός: Οι απόψεις του Δαρβίνου και η Φυσική αναίρεσαν το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)